- συκοπεδιλος
- συκοπέδιλοςσῡκο-πέδῑλος2шутл. (по созвучию с χρυσοπέδιλος) с фигами у пят, т.е. занимающийся доносами Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συκοπέδιλος — ὁ, Α (ως παρωδία τής ομηρικής λ. χρυσοπέδιλος με λογοπαίγνιο προς τη λ. συκοφάντης) αυτός που φορά σύκινα πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. πτηνο πέδιλος] … Dictionary of Greek
συκοπέδιλε — συκοπέδιλος fig sandaled masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)